- υποδαύλιση
- [-ις (-εως)] η1) помешивание головешек (кочергой); 2) перен. разжигание (страстей, ненависти, вражды); подстрекательство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποδαύλιση — η 1. συνδαύλισμα, ανασκάλεμα, ανασκάλισμα: Υποδαύλιση της φωτιάς στο τζάκι. 2. μτφ., αναζωογόνηση, αναζωπύρωση, αναμόχλευση, υποκίνηση: Επιδιώκει την υποδαύλιση της παλιάς εχθρότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποδαύλιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδαυλίζω («η υποδαύλιση τών παθών τού εμφυλίου πολέμου και τού μίσους στον λαό αποτελεί εθνικό έγκλημα σήμερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδαυλίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδαύλισις, μαρτυρείται από το 1872 στον Φρ.… … Dictionary of Greek
Αχσαρούμοφ, Νικολάι Δημίτριεβιτς — (1819 1893).Ρώσος πεζογράφος. Εργάστηκε στην αρχή ως κρατικός υπάλληλος στο υπουργείο Στρατιωτικών, απ’ όπου όμως παραιτήθηκε και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και κριτικές σε διάφορα λογοτεχνικά… … Dictionary of Greek
υπόθαλψη — η 1. βοήθεια σε κάποιον για συντήρησή του: Κατηγορείταιγια υπόθαλψη εγκληματία. 2. μτφ., υποδαύλιση, αναζωογόνηση, διέγερση: Υπόθαλψη των πολιτικών παθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)